- ανδραποδωδία
- ἀνδραποδωδία, η (Α)η δουλοπρέπεια, η ανελευθερία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνδραποδωδίας — ἀνδραποδωδίᾱς , ἀνδραποδωδία servility fem acc pl ἀνδραποδωδίᾱς , ἀνδραποδωδία servility fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραποδωδίαν — ἀνδραποδωδίᾱν , ἀνδραποδωδία servility fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)